απέραστος

απέραστος
-η, -ο και απέρ(ν)αγος, -η, -ο επίρρ.
1. αδιάβατος: Ύστερα από τη βροχή το ποτάμι ήταν απέραστο.
2. αυτός που δεν πέρασε: Η κλωστή ήταν απέραστη στη βελόνα.
3. απροσπέραστος, ανυπέρβλητος: Φαίνεται πως το εμπόδιο αυτό είναι απέραστο.
4. αυτός που δεν περνά, που εξακολουθεί: Ο πόνος ήταν απέραστος.
5. αυτός που δεν καταχωρίστηκε: Τα έξοδα εκείνα τα είχαν ξεχάσει απέραστα στα βιβλία τους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • απέραστος — η, ο (AM ἀπέραστος, ον) [περώ] αξεπέραστος, ανυπέρβλητος μσν. νεοελλ. εκείνος τον οποίο δεν έχει περάσει ή δεν μπορεί να περάσει κανείς, αδιάβατος νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει περάσει μέσα από κάτι («απέραστη κλωστή») 2. (για υφάσματα) εκείνος… …   Dictionary of Greek

  • ἀπέραστον — ἀπέραστος unsurpassed masc/fem acc sg ἀπέραστος unsurpassed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιέξοδος — η, ο (Α ἀδιέξοδος, ον) [διέξοδος] (για τόπους) 1. αυτός που δεν έχει διέξοδο ή που δεν μπορεί κανείς να διεξέλθει 2. αυτός μέσα από τον οποίο δεν μπορεί κανείς να περάσει, αδιάβατος, απέραστος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το αδιέξοδο α) αδιέξοδος… …   Dictionary of Greek

  • αδιαπόρθμευτος — η, ο [διαπορθμεύω] αυτός που δεν διαβιβάστηκε, δεν πέρασε από τη μία όχθη στην άλλη ή δεν μπορεί να περάσει, αδιαβίβαστος, απέραστος …   Dictionary of Greek

  • ακαλαφάτιστος — η, ο [καλαφατίζω] 1. εκείνος που δεν τού έχουν κλείσει τις χαραμάδες με στουπί, πίσσα, ή ρετσίνι «καΐκι ακαλαφάτιστο» 2. όποιος δεν μπορεί να επισκευαστεί με καλαφάτισμα 3. (μτφ. με άσεμνη σημασία) απέραστος, αγάμητος …   Dictionary of Greek

  • ԱՆԵԶՐ — (զերք.) NBH 1 0138 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 11c, 12c ա. ἅπειρος infinitus, ἁπέραστος qui transiri nequit Ոյր չիք եզր, ոլորտ, հուն. անհուն. անոլորտ. անսահման. անչափ. անվախճան. անբաւ. անթիւ. ծար ճոթ չունեցօղ. ... *Երեւեալքս… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • απέρναγος — η, ο βλ. απέραστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”