απέραστος — η, ο (AM ἀπέραστος, ον) [περώ] αξεπέραστος, ανυπέρβλητος μσν. νεοελλ. εκείνος τον οποίο δεν έχει περάσει ή δεν μπορεί να περάσει κανείς, αδιάβατος νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει περάσει μέσα από κάτι («απέραστη κλωστή») 2. (για υφάσματα) εκείνος… … Dictionary of Greek
ἀπέραστον — ἀπέραστος unsurpassed masc/fem acc sg ἀπέραστος unsurpassed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιέξοδος — η, ο (Α ἀδιέξοδος, ον) [διέξοδος] (για τόπους) 1. αυτός που δεν έχει διέξοδο ή που δεν μπορεί κανείς να διεξέλθει 2. αυτός μέσα από τον οποίο δεν μπορεί κανείς να περάσει, αδιάβατος, απέραστος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το αδιέξοδο α) αδιέξοδος… … Dictionary of Greek
αδιαπόρθμευτος — η, ο [διαπορθμεύω] αυτός που δεν διαβιβάστηκε, δεν πέρασε από τη μία όχθη στην άλλη ή δεν μπορεί να περάσει, αδιαβίβαστος, απέραστος … Dictionary of Greek
ακαλαφάτιστος — η, ο [καλαφατίζω] 1. εκείνος που δεν τού έχουν κλείσει τις χαραμάδες με στουπί, πίσσα, ή ρετσίνι «καΐκι ακαλαφάτιστο» 2. όποιος δεν μπορεί να επισκευαστεί με καλαφάτισμα 3. (μτφ. με άσεμνη σημασία) απέραστος, αγάμητος … Dictionary of Greek
ԱՆԵԶՐ — (զերք.) NBH 1 0138 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 11c, 12c ա. ἅπειρος infinitus, ἁπέραστος qui transiri nequit Ոյր չիք եզր, ոլորտ, հուն. անհուն. անոլորտ. անսահման. անչափ. անվախճան. անբաւ. անթիւ. ծար ճոթ չունեցօղ. ... *Երեւեալքս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
απέρναγος — η, ο βλ. απέραστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)